- δειπνοῦσιν
- δειπνέωmake a mealpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric)δειπνέωmake a mealpres ind act 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφυδώ — όω ή άω, Α 1. είμαι γεμάτος σφρίγος και ευεξία, είμαι σφριγηλός 2. (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ.) σφυδῶν (κατά τον Ησύχ.) «εὔρωστος, ἰσχυρός, σκληρός» 3. φρ. «δειπνοῡσιν ἐσφυδωμένοι τἀλλότρια» (στον Τιμοκλ.) τρώνε τα ξένα με τόση απληστία ώστε σε… … Dictionary of Greek